Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η ναυτία

  • 1 nausée

    ναυτία

    Dictionnaire Français-Grec > nausée

  • 2 болезнь

    болезнь ж η αρρώστια, η ασθένεια, η νόσος ◇ морская \болезнь η ναυτία
    * * *
    ж
    η αρρώστια, η ασθένεια, η νόσος

    морска́я боле́знь — η ναυτία

    Русско-греческий словарь > болезнь

  • 3 морской

    морской θαλασσινός, θαλάσσιος· παραθαλάσσιος (о береге)· \морской флот το ναυτικό \морскойая пехота το πεζοναυτικό ◇ \морскойая болезнь η ναυτία
    * * *
    θαλασσινός, θαλάσσιος; παραθαλάσσιος ( о береге)

    морско́й флот — το ναυτικό

    морска́я пехо́та — το πεζοναυτικό

    ••

    морска́я боле́знь — η ναυτία

    Русско-греческий словарь > морской

  • 4 болезнь

    η ασθένεια, η νόσος, το νόσημα, η αρρώστια
    базедова - мед. η εξόφθαλμος βρογχοκήλη, η Βασεδόβια νόσος
    заразная - μεταδοτική -, λοιμώδης -
    неизлечимая - ανία-τη/αγιάτρευτη -
    - ньюкаелская - см. псевдочума

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болезнь

  • 5 болезнь

    болезн||ь
    ж ἡ ἀρρώστια, ἡ ἀσθένεια, ἡ νόσος:
    заразная \болезнь ἡ μεταδοτική ἀσθένεια, ἡ κολλητική ἀρρώστια; хроническая \болезнь ἡ χρονία ἀσθένεια; \болезнь сердца ἡ καρδιακή πάθηση; перенести \болезнь περνῶ ἀρρώστια; оправиться от \болезньи γίνομαι καλά, ἀνακτώ τήν ὑγεία μου, ἀναρρωνύω; ◊ морская \болезнь ἡ ναυτία, ἡ ναυτίαση.

    Русско-новогреческий словарь > болезнь

  • 6 морской

    морск||ой
    прил θαλάσσιος, θαλασσινός/ ναυτιλιακός, ναυτικός (связанный с мореплаванием):
    \морской климат τό θαλάσσιο κλίμα· \морскойая вода́ τό θαλασσινό νερό· \морскойи́е ванны τά θαλασσινά λουτρά· \морскойое дно ὁ βυθός τῆς θάλασσας· \морской бриз ὁ μπάτης· \морской путь ὁ θαλάσσιος δρόμος· \морскойо́е путешествие ἡ θαλασσοπορία· \морской берег ἡ παραλία, ἡ ἀκτή, ἡ ἀκρογιαλιἄ \морской порт τό λιμάνι· \морской флот ὁ στόλος, τό ναυτικό· \морской бой ἡ ναυμαχία· \морскойая пехота οἱ πεζοναύτες· \морской офицер ὁ ἀξιωματικός τοῦ ναυτικοῦ· \морскойое училище ἡ ναυτική σχολή, ἡ σχολή τῶν δοκίμων \морскойо́е министерство τό ὑπουργεῖον τῶν ναυτικών \морскойа́я игла зоол. ἡ κατουρλίδα, ἡ σακορ-ράφα· \морскойая свинка зоол. ὁ χοιρόγρυλλος, τό ἰνδικόν χοιρίδιον \морской еж зоол. ὁ ἐχϊ-νος, ὁ ἀχινός· \морскойа́я звезда́ зоол. ὁ ἀστερίας, ὁ σταυρός τής θάλασσας· \морской бинокль ἡ ναυτική διόπτρα· ◊ \морскойая болезнь ἡ ναυτία· \морской волк разг ὁ θαλασσόλυκος.

    Русско-новогреческий словарь > морской

  • 7 nausea

    ['no:ziə, ]( American[) -ʃə]
    (a feeling of sickness.) ναυτία,αηδία,αναγούλα

    English-Greek dictionary > nausea

  • 8 nauseate

    ['no:zieit, ]( American[) -ʒi-]
    verb (to make (someone) feel nausea.) προκαλώ ναυτία

    English-Greek dictionary > nauseate

  • 9 queasy

    ['kwi:zi]
    (feeling as if one is about to be sick: The motion of the boat made her feel queasy.) ανακατωμένος, που αισθάνεται ναυτία

    English-Greek dictionary > queasy

  • 10 seasick

    adjective (ill because of the motion of a ship at sea: Were you seasick on the voyage?) άρρωστος από ναυτία

    English-Greek dictionary > seasick

  • 11 seasickness

    noun ναυτία

    English-Greek dictionary > seasickness

  • 12 sickness

    noun (the state of being sick or ill: There seems to be a lot of sickness in the town; seasickness.) αδιαθεσία/ναυτία

    English-Greek dictionary > sickness

  • 13 болезнь

    θ.
    ασθένεια, αρρώστια, νόσος•

    болезнь заразная болезнь μεταδοτική αρρώστια•

    схватить -αρπάζω αρρώστια•

    душевная болезнь ψυχασθένεια•

    почек ασθένεια των νεφρών•

    детские -и παιδικές αρρώστιες•

    морская болезнь ναυτία, -αση.

    εκφρ.
    - и роста – δυσκολίες στην ανάπτυξη (της παραγωγής, κοινωνικής ζωής κλπ.)

    Большой русско-греческий словарь > болезнь

  • 14 морской

    επ.
    1. θαλάσσιος, θαλασσινός•

    -ая вода θαλασσινό νερό•

    морской климат θαλάσσιο κλίμα•

    -ое путешествие θαλασσινό ταξίδι•

    морской бой η ναυμαχία•

    -йе животные θαλάσσια ζώα•

    -ая рыба θαλασσινό ψάρι•

    -ое дно ο βυθός της θάλασσας•

    -ое купанье θαλάσσιο λουτρό•

    порт θαλασσινό λιμάνι.

    2. ναυτικός, θαλασσινός•

    морской флот ναυτικός στόλος•

    -ая пехота οι πεζοναύτες•

    морской офицер αξιωματικός ναυτικού•

    -ая милия ναυτικό μίλίο•

    -ая карта ο ναυτικός χάρτης•

    -ое сражение ναυμαχία•

    разбойник πειρατής, κουρσάρος•

    -ое право ναυτικό δίκαιο•

    -ая держава ναυτική δύναμη (κράτος)•

    -ое училище ναυτική σχολή.

    εκφρ.
    - ая болезнь – ναυτία, -ση•
    - ая игла – η βελόνα, σακκοράφα, σύγγναθος (ψάρι)•
    - ая собака – το σκυλόψαρο•
    морской волк – θαλασσόλυκος (ναυτικός έμπειρος και ατρόμητος)•
    - ая корова – αλικόρη, θαλασσινή αγελάδα, δουγκόνγκ•
    - ая змея – θαλασσινό φίδι•
    морской слон – θαλασσινός ελέφαντας•
    морской язык – γλώσσα η κοινή (ψάρι)•
    морской лев – διάφορα είδη φωκιών•
    на дне -ом найти (сыскать); со дна -го достать – να βρεθεί όπου και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας.

    Большой русско-греческий словарь > морской

См. также в других словарях:

  • ναυτία — ναυτίᾱ , ναυτία seasickness fem nom/voc/acc dual ναυτίᾱ , ναυτία seasickness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ναυτίᾱ , ναυτιάω suffer from seasickness pres imperat act 2nd sg ναυτίᾱ , ναυτιάω suffer from seasickness imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτία — ναυτία, η και ναυτίαση, η 1. η ζαλάδα και η τάση για εμετό, που προκαλείται από τους κλυδωνισμούς πλοίου, από την κίνηση οχήματος κτλ. 2. μτφ., αποστροφή, αηδία, αναγούλα: Μου προκαλούν ναυτία τ αστεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυτίᾳ — ναυτίαι , ναυτία seasickness fem nom/voc pl ναυτίᾱͅ , ναυτία seasickness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτία — η (Α ναυτία και ιων. τ. ναυσίη) 1. ζάλη η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου 2. μτφ. αηδία, αποστροφή («η φλυαρία του μού προκάλεσε ναυτία».) νεοελλ. ιατρ. αίσθημα δυσφορίας στη στομαχική χώρα που συνδυάζεται με αίσθημα αηδίας για λήψη τροφής …   Dictionary of Greek

  • ναυτιᾷ — ναυτιάω suffer from seasickness pres subj mp 2nd sg ναυτιάω suffer from seasickness pres ind mp 2nd sg (epic) ναυτιάω suffer from seasickness pres subj act 3rd sg ναυτιάω suffer from seasickness pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίας — ναυτίᾱς , ναυτία seasickness fem acc pl ναυτίᾱς , ναυτία seasickness fem gen sg (attic doric aeolic) ναυτίᾱς , ναυτιάω suffer from seasickness imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίαν — ναυτίᾱν , ναυτία seasickness fem acc sg (attic doric aeolic) ναυτίᾱν , ναυτιάω suffer from seasickness imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ναυτίᾱν , ναυτιάω suffer from seasickness imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιάσας — ναυτιά̱σᾱς , ναυτιάω suffer from seasickness pres part act fem acc pl (doric) ναυτιά̱σᾱς , ναυτιάω suffer from seasickness pres part act fem gen sg (doric) ναυτιά̱σᾱς , ναυτιάω suffer from seasickness aor part act masc nom/voc sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιάσει — ναυτιά̱σει , ναυτιάω suffer from seasickness aor subj act 3rd sg (attic epic doric) ναυτιά̱σει , ναυτιάω suffer from seasickness fut ind mid 2nd sg (attic doric) ναυτιά̱σει , ναυτιάω suffer from seasickness fut ind act 3rd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτιάσῃ — ναυτιά̱σῃ , ναυτιάω suffer from seasickness aor subj mid 2nd sg (attic doric) ναυτιά̱σῃ , ναυτιάω suffer from seasickness aor subj act 3rd sg (attic doric) ναυτιά̱σῃ , ναυτιάω suffer from seasickness fut ind mid 2nd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτίαι — ναυτία seasickness fem nom/voc pl ναυτίᾱͅ , ναυτία seasickness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»